- πλεμόνι
- τοπνεύμονας: Μου 'πρηξες το πλεμόνι με την γκρίνια σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλεμόνι — και φλεμόνι, το, Ν βλ. πνεύμονας … Dictionary of Greek
πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… … Dictionary of Greek
πλεμάτι — το, Ν καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι τής αράχνης», Γρυπ.) 2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ β) δικτυωτός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. τού πλέγμα, με σίγηση τού γ (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)] … Dictionary of Greek
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
φλεμόνι — το, Ν βλ. πλεμόνι … Dictionary of Greek
χλεμπάγιας — ο, Ν [χλεμπάγια] 1. άνθρωπος ταπεινής καταγωγής 2. χυδαίος άνθρωπος. χλεμπόνα, η, Ν 1. πολύ ώριμο και κιτρινωπό πεπόνι ή αγγούρι ή κολοκύθι 2. μτφ. (για γυναίκα) χλεμπονιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλεμόνα < φλεμόνια < πλεμόνα / πλεμόνι] … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
πνεύμονας — ο αναπνευστικό όργανο, αλλ. πλεμόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)